- Μακεδονίτης
- ο (Μ Μακεδονίτης, Α θηλ. Μακεδονῑτις) [Μακεδόνες]νεοελλ.-μσν.Μακεδόναςαρχ.το θηλ. ως επίθ. αυτή που ανήκει στους Μακεδόνες ή στη Μακεδονία («Θεσσαλονίκῃ τῇ Μακεδονίτιδι», Αιλιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek